- Ευχολόγιο(ν)
- Ευχολόγιο(ν) το1) Молитвослов:
Μέγα / Μικρόν Ευχολόγιο — полный / краткий молитвослов;
2) Служебник;3) Требник
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Μέγα / Μικρόν Ευχολόγιο — полный / краткий молитвослов;
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ευχολόγιο — το (Μ εὐχολόγιον) βιβλίο που περιέχει τις διάφορες τελετουργικές ακολουθίες, καθώς και τις ευχές για κάθε περίπτωση (ένα από τα κυριότερα λειτουργικά βιβλία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχή + λόγιο (< λόγος < λέγω), πρβλ. ημερο… … Dictionary of Greek
Αγιασματάριο ή Μικρό Ευχολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιτομή του Μεγάλου Ευχολογίου. Το χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι ιερείς όταν τους καλούν στα σπίτια τους οι πιστοί για να τελέσουν τον μικρό αγιασμό ή άλλη παρακλητική ακολουθία. Τα παλαιότερα Α. ήταν… … Dictionary of Greek
ευχολογικός — ή, ό [ευχολόγιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ευχολόγιο. επίρρ... ευχολογικώς σε σχέση ή αναφορά με το ευχολόγιο … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
δειγματολόγιο — το 1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές 2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα ( ατος) + λόγιο < λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)] … Dictionary of Greek
ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… … Dictionary of Greek
λιτανεία — Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν … Dictionary of Greek
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
αγγελικό σχήμα — Το ένδυμα που φορά, μετά την κουρά, ο μοναχός ή η μοναχή. Το ευχολόγιο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας διακρίνει τρεις τάξεις μοναχών που έχουν περιβληθεί το α.σ.: την τάξη του ρασοφόρου, την τάξη του μικρόσχημου και την τάξη του μεγαλόσχημου … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… … Dictionary of Greek